τηνει

τηνει
    τηνεῖ
    или τηνεί дор. Theocr. ap. Plut. = ἐκεῖ См. εκει

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τηνει" в других словарях:

  • τηνεῖ — there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνεί — ή τηνεί Α επίρρ. 1. εκεί 2. εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + κατάλ. εί / εῖ, αρχ. τοπικής (πρβλ. εκ εί)] …   Dictionary of Greek

  • τηνεί — ἐκεῖ there doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»